- φουμίζω
- φουμίζω και φουμάω φούμισα, φουμίστηκα, φουμισμένος1. φημίζω, διαφημίζω, εγκωμιάζω, επαινώ: Ποιος φουμίζει το γαμπρό; η καλή του πεθερά (παροιμ.).2. η μτχ., φουμισμένος, -η, -ο ως επίθ., φημισμένος, ξακουστός, ονομαστός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.