φουμίζω

φουμίζω
φουμίζω και φουμάω φούμισα, φουμίστηκα, φουμισμένος
1. φημίζω, διαφημίζω, εγκωμιάζω, επαινώ: Ποιος φουμίζει το γαμπρό; η καλή του πεθερά (παροιμ.).
2. η μτχ., φουμισμένος, -η, -ο ως επίθ., φημισμένος, ξακουστός, ονομαστός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φουμίζω — ΝΜ βλ. φημίζω …   Dictionary of Greek

  • φημίζω — ΝΜΑ, και φουμίζω και φουμάω Ν [φῆμις] νεοελλ. 1. διασπείρω τη φήμη προσώπου ή πράγματος σε όλους, τό κάνω γνωστό, τό διαφημίζω («ποιο πρέπει να παινέσουσι, ποιο πρέπει να φημίσου», Ερωτόκρ.) 2. μέσ. φημίζομαι είμαι περιώνυμος, ξακουστός… …   Dictionary of Greek

  • φούμισμα — το, Ν [φουμίζω] (διαλ. τ.) έπαινος, εγκώμιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”